- μπουκάλι
- τογυάλινη φιάλη με στενό λαιμό, μποτίλια για υγρά, ιδίως για ποτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. bocal < ιταλ. boccale < λατ. baucalis < ελλ. βαύκαλις «δοχείο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουκάλι — το (λ. βενετ.), φιάλη, μποτίλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουκάλα — η 1. μεγάλο μπουκάλι 2. είδος παιχνιδιού 3. φρ. α) «έμεινα μπουκάλα» έμεινα στη μέση, έμεινα στα κρύα τού λουτρού β) «μέ άφησε μπουκάλα» μέ άφησε να περιμένω, μέ κορόιδεψε με υποσχέσεις και μέ εγκατέλειψε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουκάλι + μεγεθ. κατάλ. α … Dictionary of Greek
φιάσκο — το, Ν παταγώδης αποτυχία ή πάθημα, που προκαλεί τον χλευασμό τών άλλων («έπαθε μεγάλο φιάσκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiasco «μπουκάλι» με μτφ. σημ. «αποτυχία», λ. γερμ. προέλευσης (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. flaska «μπουκάλι»)] … Dictionary of Greek
-άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
λάγηνος — και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ) λαγήνι, στάμνα νεοελλ. 1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας λαγηνίδες 2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα τού κυστιδίου τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού τών πρωτοζώων 3. φρ.… … Dictionary of Greek
μετζάνα — (I) και μεντζάνα (Μ μεντζάνα) ναυτ. ο τρίτος ιστός τών τρίστηλων και τετράστηλων ιστιοφόρων πλοίων ή ο τέταρτος ιστός τών πεντάστηλων ιστιοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzana]. (II) μετζάνα, ἡ (Μ) είδος δοχείου για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
μπουκαλάκι — το μικρό μπουκάλι, φιαλίδιο … Dictionary of Greek
οκαδιάρικος — η, ο 1. αυτός που ζύγιζε μία οκά («οκαδιάρικο ψωμί») 2. αυτός που μπορεί να χωρέσει ποσότητα ίση με μία οκά («οκαδιάρικο μπουκάλι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οκαδ τού πληθ. τού ουσ. οκά + κατάλ. ιάρικος (πρβλ. παιχνιδ ιάρικος)] … Dictionary of Greek
οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 … Dictionary of Greek